-
1 εννοος
стяж. ἔννους 21) рассудительный, (благо)разумный(ἔ. καὴ φρενῶν ἐπήβολος Aesch.; ἔ. καὴ φρόνιμος ἀνήρ Plut.)
ἔννουν γεγονέναι Lys. — понять2) сознательныйγίγνεσθαι ἔ. Eur. — приходить в себя (ср. 1)
-
2 εννους
См. также в других словарях:
ἔννοος — thoughlful masc/fem nom sg ἔννους thoughlful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννόω — ἔννοος thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννοος thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἔννους thoughlful masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔννους thoughlful masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννοώτερος — ἔννοος thoughlful masc nom comp sg ἔννους thoughlful masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐννόῳ — ἔννοος thoughlful masc/fem/neut dat sg ἔννους thoughlful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔννοα — ἔννοος thoughlful neut nom/voc/acc pl ἔννους thoughlful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έννους — ουν (AM ἔννους, ουν, Α και ἔννοος, οον) [νους] νοήμων, συνετός, φρόνιμος αρχ. 1. φρ. α) «ἔννους γίγνομαι» συνέρχομαι, έρχομαι στα λογικά μου, εννοώ β) «ἔννους γίγνομαι ὅτι» αντιλαμβάνομαι ότι 2. διανοητικός («ἔννους ζωή», Πλωτ.) … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
ՆԵՐԱՄԻՏ — ( ) NBH 2 0415 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἕννοος, ἕννους mentis compos, sapiens, prudens. Մտաւոր, մտօք ճոխացեալ. բանական. եւ Մտաց. հանճարեղ. *Ներգործեաց իւր մարմին ներանձնաւոր ներամիտ. Ճ. ՟Գ.: *Մի՛ զանց առներ զբանիւ խորհրդոյս ո՛վ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)