-
1 Few
adj.In a few words: P. βραχέως, διʼ ὀλίγων, ἐν βραχέσι, διὰ βραχέων, P. and V. ἐν βραχεῖ, συντόμως, V. βραχεῖ μύθῳ.Some few: P. ὀλίγοι τινές.In few places: P. ὀλιγαχοῦ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Few
-
2 Some
adj.Some people: Ar. and P. ἔνιοι, V. ἔστιν οἵ.Some... others: P. and V. οἱ μὲν... οἱ δέ, ἄλλοι... ἄλλοι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Some
См. также в других словарях:
ἐνίοι — ἐνίοῑ , ἔνειμι sum pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνιοι — some masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένιοι — εσν α (Α ἔνιοι, αι, α) νεοελλ. αρχ. μερικοί, κάποιοι, κάμποσοι, λίγοι (α. «παρατηρείται σε ένιες περιπτώσεις συγγραφέων» β) «ἔνιοι τῶν στρατηγῶν», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. στον ενικό) α) «ἐὰν ἔχωσιν ἔνιον ἐρύθημα» κάποια κοκκινίλα (Ξεν.) β) «οὐ πᾱσα … Dictionary of Greek
ἐνίων — ἔνιοι some fem gen pl ἔνιοι some masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίαις — ἔνιοι some fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίοισι — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίοισιν — ἔνιοι some masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίους — ἔνιοι some masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνιαι — ἔνιοι some fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενίοτε — (Α ἐνίοτε) [ένιοι] επίρρ. καμιά φορά, κάποτε, πότε πότε, μερικές φορές, σε μερικές περιπτώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἔνιοι κατά το πρότυπο τών ὅτε, ποτέ (βλ. και λ. ἔνιοι)] … Dictionary of Greek