-
41 ἐνι-ναιετάω
ἐνι-ναιετάω, p. = ἐνναιετάω.
-
42 ἐνι-βάλλω
-
43 ἐνί-πλειος
ἐνί-πλειος, ep. = ἔμπλεος, w. m. s.
-
44 ἑνί-πους
-
45 ἑνί-γυιος
-
46 βα(γ)ένι
το см. βαρέλι[ον];§
δε φταίς εσύ, φταίει τού βα(γ)ένιού ο πείρος — виноват не ты, а бочка с вином -
47 βα(γ)ένι
το см. βαρέλι[ον];§
δε φταίς εσύ, φταίει τού βα(γ)ένιού ο πείρος — виноват не ты, а бочка с вином -
48 ἐνιπλήσασθαι
A v. ἐμπίπλημι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιπλήσασθαι
-
49 ἐνιαυτός
A anniversary,μηδὲ τᾷ ὑστεραίᾳ μηδ' ἐν ταῖς δεκάταις μηδ' ἐν τοῖς ἐνιαυτοῖς Michel995
C49 (pl., Delph.): hence πρὸ τῶ ἐ. before the lapse of a year, Leg.Gort.9.29; ἐνιαυτῷ on the expiry of a year, ib.1.35; and so, any long period of time, cycle, period, ἔτος ἦλθε περιπλομένων ἐνιαυτῶν as times rolled on the year came, Od.1.16;ἐπιπλομένων ἐ. Hes.Th. 493
, Sc.87; ; ; ὁ μέγας ἐ., of a Pythagorean cycle, Eudem. ap. Theo Sm. p.198H.; also of the Metonic Cycle of nineteen years, D.S.12.36; of a period of 600 years, J.AJ1.3.9:—ἀΐδιος ἐ. Apollod.3.4.2
.2 = ἔτος, a year,εἴνατός ἐστι περιτροπέων ἐ. Il.2.295
;δεκάτους περιτελλομένους ἐ. 8.404
;Διὸς ἐνιαυτοί 2.134
; μῆνές τε καὶ ἐνιαυτῶν περίοδοι Pl.Ti. 47a;ἐ. ἡμερῶν LXX Le.25.29
; during a year,Od.
1.288; αἱ σπονδαὶ ἐνιαυτὸν ἔσονται Indut. ap. Th.4.118;ἐπεί κε ὠνίαυτος ἐξέλθῃ IG12(2).1.12
(Mytil., iv B. C.);τὸν πρῶτον ἐ. Lys.32.8
; ὁπηνίκα.. τοὐνιαυτοῦ at what time in the year, Ar.Fr.569.7; δὶς τοῦ ἐ. twice a year, Pl.Criti. 118e;τοῦ ἐ.
every year,X.
Vect.4.23;ἑκάστου ἐ. Id.Ath.3.4
; butἕκαστον τὸν ἐ. IG2.1055.4
: with Preps.,δι' ἐνιαυτοῦ Antipho Fr.28
; δι' ἐ. πέμπτου every five years, Pl.Criti. 119d; θητεύσαμεν εἰς ἐ. for a year, Il.21.444;τελεσφόρον εἰς ἐ. 19.32
; κατ' ἐνιαυτὸν ἄρξαι for a year, Th.1.93; or, every year, Isoc.3.17, Diph.38.5;καθ' ἕκαστον ἐ. Id.89
; ἐπ' ἐ. for a year, Pl.Lg. 945b, etc.; μετὰ τὸν ἐ. at the end of the year, Th.1.138; παρ' ἐνιαυτὸν ἄρχειν in alternate years, D.S.4.65; πρὸ ἐνιαυτοῦ a year before, Plu.2.147e; ἐς τὸν σᾶτες ἐ. for the current year, IG14.256 ([place name] Phintias); ἐν τῷ καθ' ἕτος ἐ. in the current year, CIG 3641b5 ([place name] Lampsacus).3 Ἐνιαυτός, personified, Ael.Fr.19, Orph.Fr.127.3 (s. v.l.), Procl.in Ti.3.41 D.II name for a Cornucopiae, Callix.2, cf. Ath.11.783c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιαυτός
-
50 ἐνικάββαλε
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικάββαλε
-
51 ἐνικάτθεο
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικάτθεο
-
52 ἐνιαυσιαῖος
Aκύκλος Jul.Or.4.155b
;χρόνος πμασπ. 159.20
(vi A.D.); ζῴδιον, = ἐνιαυτοῦ κύριον, Balbillus in Cat.Cod.Astr.8(4).240.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιαυσιαῖος
-
53 ἐνιαύσιος
ἐνῐ-αύσιος, α, ον, Hdt.4.180, E.Hipp.37, X.Ages.2.1, SIG167 (Mylasa, iv B.C.), etc.; also ος, ον Th.4.117, 5.1, Arist.Mu. 400b21 (v.l.): ([etym.] ἐνιαυτός):—A of a year, one year old,σῦς Od.16.454
, cf. D.27.63, etc.;τίκτει ἡ θήλεια [ὗς] ἐ. Arist.HA 545a29
.II annual, Hom.Epigr.15.11;ὁρτή Hdt.4.180
, etc.;τῇ τρίτῃ ἐπὶ τοῖς ἐνιαυσίοις IG12(5).593
B5 (Ceos, v B.C.): neut. pl. as Adv., Hes.Op. 449. Regul.Adv. - ίως Sch.Arat.462, PLond.1.113(4).11 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιαύσιος
-
54 ἐνιαυτίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιαυτίζομαι
-
55 ἐνιαύτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιαύτιος
-
56 ἐνιαυτοκράτωρ
A presiding over the year according to the Chaldean dodekaeteris, Serapio in Cat.Cod. Astr.8(4).231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιαυτοκράτωρ
-
57 ἐνικάτθανε
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνικάτθανε
-
58 ἐνίπλειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνίπλειος
-
59 ἐνιπλήσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιπλήσσω
-
60 ἐνιπλώω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνιπλώω
См. также в других словарях:
ένι — ἔνι (Μ) 1. (συντμ. τ. τών ἔνεστι, ἔνεισι, ἐνέσται) βλ. ένειμι 2. (αντί τού ἐστί, ἔνεστι, εἶναι) υπάρχει, είναι, βρίσκεται να είναι («οὐκ ἔνι δοῡλος οὐδὲ ἐλεύθερος», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ενί — (I) ἐνί και με αναστροφή ἔνι (Α) ποιητ. τ. αντί ἐν*. Ως α συνθετικό με πολλά ρήματα, όπως π.χ. ενιβάλλω, ενιβλάπτω, ενιδρομώ, ενιζεύγνυμι, ενιθνήσκω, ενιπάλλομαι, ενιπίμπλημι κ.λπ., τα οποία είναι ποιητ. τ. αντί εμβάλλω, εμβλάπτω, ενδρομώ,… … Dictionary of Greek
ἔνι — ἔ/νι , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) ἔνί , ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνί — ἐν in proclitic poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνί — εἷς sem masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνι' — ἔνια , ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl ἔνιαι , ἔνιοι some fem nom/voc pl ἔνιο , ἐνίημι send in aor imperat mid (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυμένα — ἐνῑδρῡμένα , ἐνιδρύω set in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐνῑδρῡμένᾱ , ἐνιδρύω set in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐνῑδρῡμένᾱ , ἐνιδρύω set in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίκης — ἐνί̱κης , νικάω conquer imperf ind act 2nd sg (doric) ἐνί̱κης , νικάω conquer imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐνί̱κης , νικάω conquer imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίπω — ἐνί̱πω , ἐν ἰπόω press imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἐνί̱πω , ἐν ἰπόω press pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἐνί̱πω , ἐν ἰπόω press imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυμέναι — ἐνῑδρῡμέναι , ἐνιδρύω set in perf part mp fem nom/voc pl ἐνῑδρῡμένᾱͅ , ἐνιδρύω set in perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιδρυμένας — ἐνῑδρῡμένᾱς , ἐνιδρύω set in perf part mp fem acc pl ἐνῑδρῡμένᾱς , ἐνιδρύω set in perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)