-
1 ένθυμος
-
2 ἔνθυμος
-
3 ενθυμος
-
4 ἔνθυμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνθυμος
-
5 ἔνθῡμος
-
6 ένθυμον
-
7 ἔνθυμον
-
8 ἄθυμος
ἄθῡμος, ον,A fainthearted, spiritless, once in Hom.,ἀσκελέες καὶ ἄ. Od.10.463
;κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11
;οὐ τοῖς ἀ. ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.Fr. 927
, cf. OT 319; of nations, opp. ἔνθυμος, Arist.Pol. 1327b28: [comp] Comp.- ότερος Men.405.2
; ἄ. εἶναι πρός τι to have little heart for it, X.An.1.4.9. Adv.ἀθύμως, ἔχειν πρός τι Id.HG4.5.4
, cf. Isoc.3.58;ἀθύμως διάγειν X.Cyr.3.1.24
; ἀθύμως πονεῖν to work without spirit, Id.Oec. 21.5; ὁδοὺς ἀ. τιθέντες discouraging their marches, A.Eu. 770.
См. также в других словарях:
ένθυμος — ἔνθυμος, ον (Α) [θυμός] εμψυχωμένος, θαρραλέος, ζωηρός, σφριγηλός. επίρρ... ἐνθύμως πρόθυμα, εγκάρδια … Dictionary of Greek
ἔνθυμος — spirited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνθυμον — ἔνθυμος spirited masc/fem acc sg ἔνθυμος spirited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… … Dictionary of Greek