-
1 ἔν-δαις
См. также в других словарях:
ένδαις — ἔνδαις ( αιδος) και ἔνδᾳς ( ᾳδος), ο, η (Α) αυτός που γίνεται με αναμμένες λαμπάδες, με δάδες («σπονδαὶ δ ἐς τὸ πᾱν ἔνδαιδες οἴκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
1 ἔν-δαις
ένδαις — ἔνδαις ( αιδος) και ἔνδᾳς ( ᾳδος), ο, η (Α) αυτός που γίνεται με αναμμένες λαμπάδες, με δάδες («σπονδαὶ δ ἐς τὸ πᾱν ἔνδαιδες οἴκων», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek