1 ενδυο
Древнегреческо-русский словарь > ενδυο
ένδυο — ἕνδυο, (Α) επίρρ. όσο χρόνο χρειάζεται για να προφέρει κανείς τα αριθμητικά εν δυο, πολύ γρήγορα … Dictionary of Greek
ἕνδυο — one two indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)