-
1 ένα
ἔνᾱ, νάωflow: imperf ind act 3rd sg——————ἕνοςbelonging to the former of two periods: neut nom /voc /acc plἕνᾱ, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem nom /voc /acc dualἕνᾱ, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem nom /voc sg (doric aeolic)εἷςsem: masc acc sg -
2 ένα
ἕνα, ἕνοςbelonging to the former of two periods: neut nom /voc /acc plἕνᾱ, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem nom /voc /acc dualἕνᾱ, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἕνα, εἷςsem: masc acc sg -
3 ἕνα
ἕνα, ἕνοςbelonging to the former of two periods: neut nom /voc /acc plἕνᾱ, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem nom /voc /acc dualἕνᾱ, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἕνα, εἷςsem: masc acc sg -
4 ενά
-
5 ἑνά
-
6 ένα
με... быть заодно с...;2. αντων. (употр, с артиклем) один; каждый;ο ένα τον άλλο — один другого, друг друга;
ο ένα μετά τον άλλο — или ο ένα κατόπιν τού άλλου — один за другим;
ο ένα... ο άλλος — один... другой...;
δεν ακούω τον ένα και τον άλλο никого не слушаю;ο ένα με τον άλλο — друг с другом;
§ απ' τη μιά..., απ' την άλλη... с одной стороны..., с другой стороны...;ένα καν κανένας — погов, один в поле не воин;
3. αρθρ. (обычно не переводится) некто, некий, какой-то;μιά φορά κι' έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μιά γριά жили-были старик со старухой -
7 ἔνα
Βλ. λ. ένα -
8 ἕνα
одногоодин одно одному однуΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἕνα
-
9 ένα
[эна] αριθμ. одинΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ένα
-
10 ένα
[эна] αριθμ один. -
11 ένα
un -
12 ένα
1) jakiś zaim.2) jeden przym.3) jedno zaim.4) jedyny przym.5) niejaki przym. -
13 ένα
1) jakýsi2) jeden3) jednička4) jednotný5) kterýsi6) nějaký -
14 ένα
1) an2) oneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ένα
-
15 ἑνά-ενος
-
16 Ένα μυαλό καλό, αλλά δύο καλύτερα
Ένα μυαλό καλό, αλλά δύο καλύτερα– Περισσότερα βλέπουν τα τέσσερα παρά δυο μάτια• Ум хорошо, а два лучше• Одна голова хорошо, а две лучшеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα μυαλό καλό, αλλά δύο καλύτερα
-
17 Ένα χελιδόνι δεν κάνει την άνοιξη
– Μ' ένα κερί δε γίνεται Ανάσταση• Одна ласточка весны не делаетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα χελιδόνι δεν κάνει την άνοιξη
-
18 Ένα χορό χορεύουμε κι ένα τραγούδι λέμε
• Из одной чашки кашу едим, одну лямку тянемИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα χορό χορεύουμε κι ένα τραγούδι λέμε
-
19 Ένα καλό γέλιο απ' την καρδιά ισοδυναμεί με μια οκά αίμα
• Шутка – минутка, а заряжает на часИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα καλό γέλιο απ' την καρδιά ισοδυναμεί με μια οκά αίμα
-
20 Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης
• Одна минута сдержанности может значить десять лет мираИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ένα λεπτό υπομονής μπορεί να σημαίνει δέκα χρόνια ειρήνης
См. также в других словарях:
.ένα — ἕνα , ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) ἕνα , εἷς sem masc acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνα — ἔνᾱ , νάω flow imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένα — (Enna). Πόλη (29.100 κάτ. το 2001) της Ιταλίας στην κεντρική Σικελία, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.562 τ. χλμ., 177.291 κάτ.). Είναι χτισμένη στις πλαγιές των ορέων Ερέι. Αποτελεί αγορά γεωργικών προϊόντων, ενώ προσελκύει και πολλούς… … Dictionary of Greek
ἕνα — ἕνος belonging to the former of two periods neut nom/voc/acc pl ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc/acc dual ἕνᾱ , ἕνος belonging to the former of two periods fem nom/voc sg (doric aeolic) εἷς sem masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔνα... ἀλλά λέοντα. — ἔνα... ἀλλά λέοντα. См. Редко, да метко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ένα — το ουδ. του αριθμού ένας (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνά — ἑνάς unit fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκάδας — Ένα από τα ομορφότερα μικρά αρχαιολογικά μουσεία της Ελλάδας λειτουργεί από το 1999 στο νεόδμητο κτίριο του Πολιτιστικού Κέντρου της Λευκάδας. Μπορεί τα ευρήματα της συλλογής του να μην είναι από τα σπουδαιότερα της ελληνικής αρχαιότητας, είναι… … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η … Dictionary of Greek