-
1 έναν
ἔνᾱν, ἔνοςyear: fem acc sg (epic doric aeolic)ἔνᾱν, νάωflow: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἔνᾱν, νάωflow: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)——————ἕνᾱν, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem acc sg (doric aeolic) -
2 ἔναν
Βλ. λ. έναν -
3 έναν
ἕνᾱν, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem acc sg (doric aeolic) -
4 ἕναν
ἕνᾱν, ἕνοςbelonging to the former of two periods: fem acc sg (doric aeolic) -
5 καίω
1 burna trans., pass. ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον (sc. Ἀχιλλεύς) P. 3.102 γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις in earthenware jars N. 10.35b intrans., med.καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
καιομένοιο πυρός P. 4.225
ἅμα δ' ἐκαίοντ ἐρῆμοι (sc. Ἀφαρητίδαι, killed by Zeus' thunderbolt: δὲ κέοντ codd., corr. Boeckh) N. 10.72 met., of passion, αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν sc.Μήδειαν P. 4.219
-
6 φρήν
a pl., midriffὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
bI s., spirit, soul τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.90 νέκταρ χυτόν, γλυκὺν καρπὸν φρενός (i. e. τὸν ὕμνον) O. 7.8ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶ δυσπαλές O. 8.24
ἀνάγνωτέ μοι Ἀρχεστράτου παῖδα, πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.2
ἐλευθέρᾳ φρενὶ P. 2.57
αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί (i. e. τίν, φρονίμῳ ὄντι, Fennel) P. 5.19ἀταρβεῖ φρενί P. 5.51
Μεσσανίου δὲ γέροντος δονηθεῖσα φρὴν βόασε παῖδα ὅν P. 6.36
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.52
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν (ὁ νοῦς Σ.) N. 1.27 ( ῥῆμα)ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας N. 4.8
Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα N. 10.29
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.50
ἐκ φρεν[ός (supp. Snell) Πα. 7A. 5.καλάμῳ συνάγεν θρόον μήδεσί τε φρενὸς ὑμετέραν χάριν Pae. 9.37
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει βροτέᾳ φρενί fr. 61. 4. ] ασίᾳ φρενί fr. 173. 5. βροτεᾶν φρένα κράτιστον φρενῶν (sc. χρυσόν: conicias κέντρον, Snell) fr. 222. 3.II pl., wits, sensesδαμέντα φρένας ἱμέρῳ O. 1.41
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.30
καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὸν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (sc. λάθα) O. 7.47σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91
κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες O. 8.61
κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12
μαινομέναις φρασὶν P. 2.26
ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς εὖ πέπραγεν ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον P. 2.73
ἀμπλακίαισι φρενῶν P. 3.13
θναταῖς φρασὶν (Boeckh: φρεσὶν codd.) P. 3.59τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω P. 3.108
“ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” P. 4.41 “ Πελίαν ἄθεμιν λευκαῖς πιθήσαντα φρασὶν” P. 4.109 “ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι” P. 4.139αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν P. 4.219
“ φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένες” P. 9.32καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας P. 10.60
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
ἐν φρασὶ πάξαιθ' ὅπως σφίσι μὴ κοίρανος μόλοι N. 3.62
σύνεσιν οὐκ ἀποβλάπτει φρενῶν (sc. Μοῖρα) N. 7.60 πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ ( experience, Fennel) N. 10.12ὅτι φθονεραὶ θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες I. 2.43
εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.2
πλαγίαις δὲ φρένεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ (sc. ὄλβος) I. 3.5 γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν (i. e. his words are at one with his thoughts) I. 6.72 τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες Πα. 7B. 18. ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες fr. 124. 11.c soul of the deadθανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν O. 2.58
d fragg. ]έναν φρε[ν (supp. Lobel) fr. 169. 22. ] λισφρασι[ P. Oxy. 1792, fr. 4. -
7 ἐνενήκοντα
Grammatical information: num.Meaning: `ninety' (Β 602)Compounds: On the η see on ἑβδομήκοντα.Derivatives: hενενηκοντα (Herakl.; like hογδοηκοντα after hεβδεμηκοντα), ἐνηκοντα (Delos, Phocis [III or IIa]; prob. haplological); uncertain ἐννήκοντα (τ 174); innovation after ἐννέα, ἐννῆμαρ a. o.; gen. pl. ἐνενηκοντων (Chios; Aeolising).Origin: IE [Indo-European] [318] *h₁neu̯n̥-Etymology: The first element is not quite certain. After Sommer Zum Zahlwort 25ff. from assimilation in *ἐναν-ήκοντα, from IE *enu̯n̥- (before vowel). - See ἐννέα.Page in Frisk: 1,514Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐνενήκοντα
См. также в других словарях:
.έναν — ἕνᾱν , ἕνος belonging to the former of two periods fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔναν — ἔνᾱν , ἔνος year fem acc sg (epic doric aeolic) ἔνᾱν , νάω flow imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔνᾱν , νάω flow imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕναν — ἕνᾱν , ἕνος belonging to the former of two periods fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek