-
1 ἔναγχος
-
2 ἌΓΧος
-
3 ἔν-αγχος
См. также в других словарях:
έναγχος — ἔναγχος (Α) επίρρ. 1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ. β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῑς ὤμνυμεν», Αριστοφ.) 2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» η πρόσφατη δυστυχία β) «ἔναγχος τοῡ… … Dictionary of Greek
ἔναγχος — just now indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ναγχος — ἔναγχος , ἔναγχος just now indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέναγχος — Α επίρρ. μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα («ὅπερ ἐζήτησέ τις τῶν φιλοσόφων προσέναγχος», Λογγίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἔναγχος «πρόσφατα, πριν από λίγο»] … Dictionary of Greek
ՄՕՏԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0311 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 13c ա.գ. παρών, ὀ ἑγγύς, ὀ ἑγγύθεν , ἑχόμενος praesens, adstans, qui prope est ὀ ἕγγιστα proximus ἕναγχος nuper οἱκεῖος familiaris. Որ մօտ է. մերձակայ. որպէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)