-
1 εμψοφος
-
2 ἔμψοφος
ἔμψοφ-ος, ον,A sounding, AP5.243 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμψοφος
-
3 ἔμψοφος
-
4 έμψοφον
-
5 ἔμψοφον
-
6 έμψοφα
-
7 ἔμψοφα
-
8 εμψόφοις
-
9 ἐμψόφοις
См. также в других словарях:
έμψοφος — ἔμψοφος, ον (Α) αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, θορυβώδης … Dictionary of Greek
ἔμψοφον — ἔμψοφος sounding masc/fem acc sg ἔμψοφος sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμψόφοις — ἔμψοφος sounding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμψοφα — ἔμψοφος sounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)