-
1 εμπληντο
См. также в других словарях:
ἔμπληντο — ἐμπίπλημι aor ind mid 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εμπληντο
ἔμπληντο — ἐμπίπλημι aor ind mid 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)