-
1 ἔμπλειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπλειος
-
2 ἔμπλειος
ἔμ - πλειος and ἐνί - πλειος: filled with, full. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔμπλειος
-
3 ἔμπλεος
ἔμπλεος, α, ον, [dialect] Att. [suff] ἐμπλεκ-πλέως, ων, [dialect] Ep. [full] ἔμπλειος, [full] ἐνίπλειος, η, ον, Od. (v. infr.); later [full] ἐνίπλεος A.R.3.119, Orph.L. 192: heterocl. acc. ἔμπλεα (fem.) Nic.Al. 164:—A quite full of a thing,γαστέρα.. ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος Od.18.118
; ;σκύφος.. οἴνου ἐνίπλειον 14.113
;δῶμα.. ἐνίπλειον βιότοιο 19.580
;κύων.. ἐνίπλειος κυνοραιστέων 17.300
;λέβητες κρεῶν.. ἔμπλεοι Hdt.1.59
, cf. 2.62, Hp.Epid.6.4.8;γῆς ἢ κόπρου ἔμπλεων Pl.Tht. 194e
.2 of persons, δυσκολίας ἔ. Id.R. 411c;πάσης πονηρίας Plb.27.15.6
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπλεος
-
4 ἐνίπλειος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐνίπλειος
См. также в других словарях:
έμπλειος — η, ο βλ. έμπλεος … Dictionary of Greek
έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό … Dictionary of Greek