-
1 ἐμ-πλαστός
ἐμ-πλαστός, ein-, aufgeschmiert; τὸ ἐμπλ., sc. φάρμακον, Pflaster, Salbe zum Aufschmieren, Hippocr., gew. ἔμπλαστον geschr.
-
2 ἔμ-πλαστρον
ἔμ-πλαστρον, τό, = ἔμπλαστον, sp. Medic.
См. также в других словарях:
ἐμπλαστόν — ἐμπλαστός daubed on masc acc sg ἐμπλαστός daubed on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπλαστον — ἔμπλαστος daubed on fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπλάστρι — το έμπλαστρο, κατάπλασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνσ. ἐμ πλάστρ ιον, υποκορ. τού ἔμ πλαστρον < αρχ. ἔμπλαστον < ἐμ πλάσσω (πρβλ. έμπλαστρο)] … Dictionary of Greek