-
1 έμπηρος
-
2 ἔμπηρος
-
3 ἔμπηρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπηρος
-
4 έμπηρον
-
5 ἔμπηρον
-
6 έμπηρα
-
7 ἔμπηρα
-
8 έμπηροι
-
9 ἔμπηροι
-
10 εμπήρους
-
11 ἐμπήρους
-
12 ἔμπαρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπαρος
См. также в других словарях:
έμπηρος — ἔμπηρος, ον (Α) ανάπηρος … Dictionary of Greek
ἔμπηρος — crippled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπηρον — ἔμπηρος crippled masc/fem acc sg ἔμπηρος crippled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπήρους — ἔμπηρος crippled masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπηρα — ἔμπηρος crippled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπηροι — ἔμπηρος crippled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)