Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔμμουσος

См. также в других словарях:

  • ἔμμουσος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμμουσος — η, ο (AM ἔμμουσος, ον) αυτός που έχει σχέση με τη μουσική, ο μουσικός μσν. αρμονικός, μελωδικός …   Dictionary of Greek

  • ἐμμουσότατον — ἔμμουσος masc acc superl sg ἔμμουσος neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμούσως — ἔμμουσος adverbial ἔμμουσος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμουσον — ἔμμουσος masc/fem acc sg ἔμμουσος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμούσοις — ἔμμουσος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμούσου — ἔμμουσος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμούσους — ἔμμουσος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμούσων — ἔμμουσος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμουσα — ἔμμουσος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»