1 ἔμμηνις
θεός SIG527.78
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμμηνις
2 ἔμμανις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμμανις
έμμηνις — ἔμμηνις και ἔμμανις, ο (Α) ο εκδικητής … Dictionary of Greek
έμμανις — ο βλ. έμμηνις … Dictionary of Greek