-
21 εὐέμετος
A vomiting readily, Hp.Art.40 (εὐημετης, εὐήμετος codd.):—also [suff] εὐ-εμής or [suff] εὐ-ημής, ές, Id.Mul.2.125, Aph.4.6, Dsc.2.169 ([comp] Comp.); ὅπως εὐεμὲς ᾖ (cod. Urb.) that vomiting may be easy, Thphr. HP9.10.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέμετος
-
22 δυς-ήμετος
δυς-ήμετος (ἐμέω), u. - ημής, Hippocr., = -έμετος, -εμής.
-
23 ἐμίας
-
24 έμετοι
-
25 ἔμετοι
-
26 έμετον
-
27 ἔμετον
-
28 εμετοίς
-
29 ἐμετοῖς
-
30 εμετούς
-
31 ἐμετούς
-
32 εμέτοις
-
33 ἐμέτοις
-
34 εμέτοισι
-
35 ἐμέτοισι
-
36 εμέτοισιν
-
37 ἐμέτοισιν
-
38 εμέτου
-
39 ἐμέτου
-
40 εμέτους
См. также в других словарях:
εμετός — εμετός, ο και μετός, ο και μετό, το 1. η εξαγωγή του περιεχομένου του στομαχιού από το στόμα, ξέρασμα, ξερατό. 2. η τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα. 3. μτφ., αίσθημα αηδίας από κακόγουστες εξυπνάδες: Μου ρχεται εμετός από τις σαχλαμάρες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμετός — vomited masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμετος — vomiting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμετός — Ακούσια βίαιη κένωση του περιεχομένου του στομάχου, που περνά από τον οισοφάγο και τη στοματική κοιλότητα και προκαλείται από διάφορες αιτίες. Ο ε. δεν είναι νόσημα αλλά σύμπτωμα συχνό σε ορισμένα νοσήματα που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ο… … Dictionary of Greek
ἐμετῶν — ἐμετός vomited fem gen pl ἐμετός vomited masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμετόν — ἐμετός vomited masc acc sg ἐμετός vomited neut nom/voc/acc sg μέτειμι 1 sum pres part act masc voc sg μέτειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμετοῖς — ἐμετός vomited masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμετούς — ἐμετός vomited masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέτοις — ἔμετος vomiting masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέτοισι — ἔμετος vomiting masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμέτοισιν — ἔμετος vomiting masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)