-
1 Ἔμεινεν
осталасьἔμεινενΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἔμεινεν
-
2 ἔμεινεν
Он осталсяостался он остался [бы] ἜμεινενΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔμεινεν
См. также в других словарях:
ἔμεινεν — μένω stay aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Tischendorfianus III — For the similarly named manuscripts, see Codex Tischendorfianus II and Codex Tischendorfianus IV. New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 039 … Wikipedia
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
Hermanos de Jesús — Los hermanos de Jesús de Nazaret son mencionados en algunos pasajes del Nuevo Testamento, y, especialmente, en los evangelios canónicos (en concreto, 2 veces en el Evangelio de Mateo, 2 en el Evangelio de Marcos, 1 en el Evangelio de Lucas y 2 en … Wikipedia Español
облечи — ОБЛЕ|ЧИ2 (ЩИ) (61), КОУ, ЧЕТЬ гл. 1.Наделить одеждой когол., одеть когол. во чтол.: ˫Ако аште ѹбогааго облѣчеши. х҃са облѣчеши. Изб 1076, 94; таче по сихъ облечашети и въ мьнишьскѹю одежю. ЖФП XII, 37г; по се(м) съвѧжеть рѹцѣ ѥго кр(с)тмь и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ερείδω — (Α ἐρείδω) στηρίζω, ακουμπώ, υποστηρίζω νεοελλ. 1. κωπηλατώ με όλη μου τη δύναμη 2. ναυτ. φρ. έρειδε παράγγελμα που δίνεται στους κωπηλάτες τής πολεμικής λέμβου 3. (μέσ. και παθ.) ερείδομαι στηρίζομαι, βασίζομαι, έχω πεποίθηση («ερείδομαι στη… … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
σταυρώνω — σταυρῶ, όω, ΝΜΑ, και σταυρώνω Μ [σταυρός] 1. προσηλώνω κάποιον επάνω στον σταυρό, θανατώνω με σταυρικό θάνατο (α. «αυτοί που σταύρωσαν τον Χριστό» β. «παραδώσουσιν αὐτόν., και σταυρῶσαι» γ. «τοὺς αἰχμαλώτους ἐσταύρωσαν», Πολ.) 2. (το αρσ. μτχ.… … Dictionary of Greek
Παράσχος — Επώνυμο 2 Ελλήνων ποιητών. 1. Αχιλλεύς. (Ναύπλιο 1838 – Αθήνα 1895). O πατέρας του είχε καταφύγει στο Ναύπλιο εγκαταλείποντας τη Χίο, μετά την καταστροφή του νησιού (1822)· αργότερα εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα. Nέος, ανήκε στη χρυσή… … Dictionary of Greek