-
1 lobe
λοβός -
2 доля
1. (часть чего-л.) το κλάσμα, το μερίδιο, το μέρος, το τμήμα, η μερίδαмассовая - της μάζας του συστατικού μ(ε)ίγματος ως προς το σύνολο μάζας μείγματοςмольная - см. молярная -2. (мера веса) παλαιά ρωσική μονάδα μάζας πριν την εφαρμογή του μετρικού συστήματος ίση με 44,4349 κιλά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > доля
-
3 lobe
[loub]1) (the soft lower part of the ear.) λοβός2) (a division of the lungs, brain etc.) λοβός -
4 стручок
-чка, πλθ. -чки, -ов κ. стручья, -ьев α. ο λοβός, σποροθήκη των καρπών, το περίβλημα•-й фасоли ο λοβός του φασουλιού.
-
5 лепесток
1. маш. το πτερυγίδιο 2. (диаграммы направленности антенны) о λοβός (του διαγράμματος κατεύθυνσης κεραίας) 3. (отдельный листок из венчика цветка) το ανθόφυλλοτο πέταλοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лепесток
-
6 доля
дол||яж I. (часть) τό μερίδιο[ν], τό μέρος, τό μερτικό, ἡ μερίδα [-ίς], ἡ δόση[-ις]:пятая \доля τό ἕνα πέμπτο· на мою \доляЮ пришлось сто рублей στό μερτικό μου Επεσαν ἐκατό ρούβλια· делить на \доляи χωρίζω σέ μερίδια· книга в четвертую \доляю листа τό σχήμα τέταρτον (βιβλίου)· \доля истины ἡ δόση ἀληθείας· \доля здравого смысла μιά σταγόνα λογικό·2. анат., бот. ὁ λοβός·3. (участь) ἡ τύχη, ἡ μοίρα:счастливая \доля ἡ καλή μοίρα· выпасть на \доляю ήταν τῆς τύχης, μοῦ ἐλαχε; на нашу \доляю выпала честь μας ἔλαχε ἡ τιμή· ◊ львиная \доля ἡ μερίδα τοῦ λέοντος· входить в \доляю с кем-л. συνεταιρίζομαι μέ κάποιον. -
7 мочка
мочкаж (уха) ἡ ρόγα τοῦ αὐτοῦ, ὁ λοβός τοῦ ὠτός. -
8 семенной
семен||нойприл1. τοῦ σπόρου:\семеннойно́й фонд τό ἀπόθεμα σπόρων2. биол. σπερματικός:\семеннойная коробочка (льна, хлопка) ὁ λοβός, ἡ σποροθήκη. -
9 earlobe
noun (the soft lower part of the ear.) λοβός αυτιού -
10 боб
-а α.1. λοβός, το περίβλημα των οσπρίων. || το κουκκί, το οπειρι, το σπέρμα.2. πλθ. -ы τα όσπρια.εκφρ.- ы разводить – ματαιοπονώ, ματαιολογώ, φλυαρώ άσκοπα (δεισιδαιμονία από το ρίξιμο των κουκκιών)•остаться ή сидеть на -ах – την πατώ, πέφτω έξω. -
11 бобовый
επ.των οσπρίων, των ελλοβόκαρπων•бобовый стручок ο λοβός των οσπρίων.
|| ουσ. πλθ. -ые τα ελλοβόκαρπα. -
12 лопасть
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. πτερύγιο•лопасть весла το φτερό (ταρσός) του κουπιού•
лопасть винта το πτερύγιο του έλικα.
2. βοτ. λοβός. -
13 мочка
-
14 Liver
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Liver
-
15 Lobe
subs.P. and V. λοβός, ὁ (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lobe
См. также в других словарях:
λοβός — lobe of the ear masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
λοβός — ο 1. το κάτω τμήμα του αυτιού. 2. τμήμα οργάνου του ανθρώπινου σώματος που χωρίζεται με βαθύ αυλάκι: Λοβοί των πνευμόνων. – Λοβοί του εγκεφάλου. 3. (βοτ.), σποροθήκη των καρπών (οσπρίων). 4. (αρχιτ.), κάθε μικρό τόξο αψίδας βυζαντινού ή γοτθικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λοβοῖς — λοβός lobe of the ear masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῖσι — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῖσιν — λοβός lobe of the ear masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοί — λοβός lobe of the ear masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβοῦ — λοβός lobe of the ear masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβούς — λοβός lobe of the ear masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβῶν — λοβός lobe of the ear masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοβῷ — λοβός lobe of the ear masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)