-
1 απολειψις
- εως ἥ1) оставление, уход(τοῦ στρατοπέδου Thuc.)
2) расторжение брака, развод(ἀπὁλειψιν ἀπογράφεσθαι Dem. или γράφειν Plut.)
3) побег из армии, дезертирство Xen., Dem.4) убывание(τοῦ ποταμοῦ, τῆς σελήνης Arst.)
5) кончина, смерть(θνητῶν γένεσις καὴ ἀ. Emped.)
-
2 εκλειψις
- εως ἥ1) оставление, уходδιὰ τέν ἔκλειψιν τῶν νεῶν τέν ἐν τῇ ναυμαχίῃ Her. — вследствие того, что корабли уклонились от участия в морском бою
2) недостаток, отсутствие(αἰσθήσεως Arst.)
3) исчезновение(τῶν πολίων Her.; λιμνῶν καὴ ποταμῶν Plut.)
4) затмение(ἡλίου Thuc., Xen., Arst., Plut.; σελήνης Arst., Polyb., Plut.)
-
3 ελλειψις
- εως ἥ1) недостаток, нехватка(μήτε ἥ ἔ. μήτε ἥ ὑπερβολή Plat., Plut.)
διαφέρειν τινὴ καθ΄ ὑπεροχέν καὴ ἔλλειψιν Arst. — отличаться от чего-л. избытком или недостатком2) лог., рит. эллипсис, опущение Arst. -
4 καταλειψις
1) оставление (после себя потомству)(συγγραμμάτων Plat.)
2) оставление (у себя дома), т.е. сбережение(τῶν ἵππων Arst.)
-
5 παραλειψις
- εως ἥ1) пропуск, опущениеκατὰ παράλειψίν τινος Plut. — с опущением чего-л.
2) упущение3) рит. умолчание (лат. praeteritio) Arst. -
6 υπολειψις
См. также в других словарях:
λείψις — λεῑψις, εως, ἡ (ΑM) έλλειψη, στέρηση αρχ. 1. παράλειψη 2. έκλειψη 3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῑψις ἐπὶ λεῑψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῑ ὕπαρξιν», Διοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ τού λείπω +… … Dictionary of Greek
λεῖψις — omission fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείψις — λείψῑς , λεῖψις omission fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῖψιν — λεῖψις omission fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείψη — λεῖψις omission fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
λείψει — λείβω pour aor subj act 3rd sg (epic) λείπω leave fut ind mid 2nd sg λείπω leave fut ind act 3rd sg λεῖψις omission fem nom/voc/acc dual (attic epic) λείψεϊ , λεῖψις omission fem dat sg (epic) λεῖψις omission fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείψεις — λείβω pour aor subj act 2nd sg (epic) λείπω leave fut ind act 2nd sg λεῖψις omission fem nom/voc pl (attic epic) λεῖψις omission fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφάγι — το / προσφάγιον, ΝΜΑ, και προσφάι Ν καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του (α. «τοῡ προσφαγίου ἡ μέριμνα κι ἡ λεῑψις τοῡ ψωμίου / τάς ἐνθυμήσεις τὰς πολλὰς πολλὰ τὰς περικόπτουν», Πρόδρ. β. «ὀσπρίου ἤ ἄλλου τινὸς προσφαγίου», Σχόλ. Αριστοφ … Dictionary of Greek
σιτολειψία — ἡ, Α σιτοδεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + λειψία < λεῖψις «έλλειψη» (< λείπω), κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek
λείψεων — λείψεω̆ν , λεῖψις omission fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)