-
1 ελλειμα
- ατος τό1) пропуск, пробел, упущение(τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.)
2) недочет, недостаток(ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.)
3) недоимка, задолженность(ἐλλείματα τέτταρα καὴ δέκ΄ ἐστὴ τάλαντα Dem.)
1 ελλειμα
(τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.)
(ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.)
(ἐλλείματα τέτταρα καὴ δέκ΄ ἐστὴ τάλαντα Dem.)