Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἔλλογος

См. также в других словарях:

  • ἔλλογος — endowed with reason masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλλογος — η, ο (AM ἔλλογος, ον) (για πράξη κ.λπ.) αυτός που γίνεται με σκέψη, με λογική νεοελλ. συνετός, φρόνιμος αρχ. μσν. λογικός …   Dictionary of Greek

  • έλλογος, -η — ο επίρρ. α 1. που έχει λογικό. 2. λογικός, συνετός, φρόνιμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλλόγως — ἔλλογος endowed with reason adverbial ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλλογον — ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc sg ἔλλογος endowed with reason neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλόγου — ἔλλογος endowed with reason masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλόγους — ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλλόγων — ἔλλογος endowed with reason masc/fem/neut gen pl ἐλλογάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐλλογάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλλογα — ἔλλογος endowed with reason neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλλογοι — ἔλλογος endowed with reason masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»