-
41 φαύλων
φαύ̱λων, φαῦλοςcheap: fem gen plφαύ̱λων, φαῦλοςcheap: masc /neut gen plφαύ̱λων, φαῦλοςcheap: masc /fem /neut gen pl -
42 κακός
злой, плохой, вредный; син. πονηρός, φαῦλος; κακός является антонимом к ἀγαθός, πονηρός описывает человека, который активно участвует в злых делах и преуспевает во зле, φαῦλος указывает на непригодность; LXX: (רַע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κακός
-
43 φαυλοτάταις
φαῡλοτάταις, φαῦλοςcheap: fem dat superl plφαῡλοτάταις, φαῦλοςcheap: fem dat superl pl -
44 φαυλοτάτην
φαῡλοτάτην, φαῦλοςcheap: fem acc superl sg (attic epic ionic)φαῡλοτάτην, φαῦλοςcheap: fem acc superl sg (attic epic ionic) -
45 φαυλοτάτης
φαῡλοτάτης, φαῦλοςcheap: fem gen superl sg (attic epic ionic)φαῡλοτάτης, φαῦλοςcheap: fem gen superl sg (attic epic ionic) -
46 φαυλοτάτοις
φαῡλοτάτοις, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl plφαῡλοτάτοις, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl pl -
47 φαυλοτάτου
φαῡλοτάτου, φαῦλοςcheap: masc /neut gen superl sgφαῡλοτάτου, φαῦλοςcheap: masc /neut gen superl sg -
48 φαυλοτάτους
φαῡλοτάτους, φαῦλοςcheap: masc acc superl plφαῡλοτάτους, φαῦλοςcheap: masc acc superl pl -
49 φαυλοτάτω
φαῡλοτάτῳ, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl sgφαῡλοτάτῳ, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl sg -
50 φαυλοτάτῳ
φαῡλοτάτῳ, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl sgφαῡλοτάτῳ, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl sg -
51 φαυλοτάτωι
φαῡλοτάτῳ, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl sgφαῡλοτάτῳ, φαῦλοςcheap: masc /neut dat superl sg -
52 φαυλοτέραν
φαῡλοτέρᾱν, φαῦλοςcheap: fem acc comp sg (attic doric aeolic)φαῡλοτέρᾱν, φαῦλοςcheap: fem acc comp sg (attic doric aeolic) -
53 φαυλοτέρη
φαῡλοτέρη, φαῦλοςcheap: fem nom /voc comp sg (epic ionic)φαῡλοτέρη, φαῦλοςcheap: fem nom /voc comp sg (epic ionic) -
54 φαυλοτέρης
φαῡλοτέρης, φαῦλοςcheap: fem gen comp sg (epic ionic)φαῡλοτέρης, φαῦλοςcheap: fem gen comp sg (epic ionic) -
55 φαυλοτέροις
φαῡλοτέροις, φαῦλοςcheap: masc /neut dat comp plφαῡλοτέροις, φαῦλοςcheap: masc /neut dat comp pl -
56 φαυλοτέροισι
φαῡλοτέροισι, φαῦλοςcheap: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic)φαῡλοτέροισι, φαῦλοςcheap: masc /neut dat comp pl (epic ionic aeolic) -
57 φαυλοτέρου
φαῡλοτέρου, φαῦλοςcheap: masc /neut gen comp sgφαῡλοτέρου, φαῦλοςcheap: masc /neut gen comp sg -
58 φαυλοτέρους
φαῡλοτέρους, φαῦλοςcheap: masc acc comp plφαῡλοτέρους, φαῦλοςcheap: masc acc comp pl -
59 φαυλόταται
φαῡλόταται, φαῦλοςcheap: fem nom /voc superl plφαῡλόταται, φαῦλοςcheap: fem nom /voc superl pl -
60 φαυλότατε
φαῡλότατε, φαῦλοςcheap: masc voc superl sgφαῡλότατε, φαῦλοςcheap: masc voc superl sg
См. также в других словарях:
φαῦλος — cheap masc nom sg φαῦλος cheap masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαύλος — η, ο / φαῡλος, αύλη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ κακοήθης, ανήθικος, αχρείος (α. «συναναστρέφεται με όλους τους φαύλους» β. «διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ υἱεῑς φαῡλοι γίγνονται», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «φαύλος κύκλος» α) (λογ.) βλ. κύκλος β) μτφ … Dictionary of Greek
φαύλος — η, ο κακοήθης, αχρείος, αισχρός, διεστραμμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαῦλον — φαῦλος cheap masc acc sg φαῦλος cheap neut nom/voc/acc sg φαῦλος cheap masc/fem acc sg φαῦλος cheap neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαῦλα — φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαῦλε — φαῦλος cheap masc voc sg φαῦλος cheap masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαῦλοι — φαῦλος cheap masc nom/voc pl φαῦλος cheap masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαῦλαι — φαῦλος cheap fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλότατ' — φαῡλότατα , φαῦλος cheap adverbial superl φαῡλότατα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc superl pl φαῡλότατα , φαῦλος cheap adverbial superl φαῡλότατα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc superl pl φαῡλότατε , φαῦλος cheap masc voc superl sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαυλότερον — φαῡλότερον , φαῦλος cheap adverbial comp φαῡλότερον , φαῦλος cheap masc acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος cheap adverbial comp φαῡλότερον , φαῦλος cheap masc acc comp sg φαῡλότερον , φαῦλος… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαῦλ' — φαῦλα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλα , φαῦλος cheap neut nom/voc/acc pl φαῦλε , φαῦλος cheap masc voc sg φαῦλε , φαῦλος cheap masc/fem voc sg φαῦλαι , φαῦλος cheap fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)