-
1 τρώσις
-
2 τρῶσις
-
3 τρῶσις
-
4 τρώσις
τρώσῑς, τρῶσιςwounding: fem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
5 τρώσεσι
τρῶσιςwounding: fem dat pl -
6 τρώσεσιν
τρῶσιςwounding: fem dat pl -
7 τρώσιος
τρῶσιςwounding: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
8 τρώσει
τιτρώσκωwound: aor subj act 3rd sg (epic)τιτρώσκωwound: fut ind mid 2nd sgτιτρώσκωwound: fut ind act 3rd sgτρῶσιςwounding: fem nom /voc /acc dual (attic epic)τρώσεϊ, τρῶσιςwounding: fem dat sg (epic)τρῶσιςwounding: fem dat sg (attic ionic) -
9 τρώσεις
τιτρώσκωwound: aor subj act 2nd sg (epic)τιτρώσκωwound: fut ind act 2nd sgτρῶσιςwounding: fem nom /voc pl (attic epic)τρῶσιςwounding: fem nom /acc pl (attic) -
10 τρωσίων
τιτρώσκωwound: fut part act masc nom sg (doric)τρῶσιςwounding: fem gen pl (epic doric ionic aeolic) -
11 τρώσι
-
12 τρῶσι
-
13 τρώσιν
-
14 τρῶσιν
-
15 τρώσεων
τρώσεω̆ν, τρῶσιςwounding: fem gen pl -
16 τρώσεως
τρώσεω̆ς, τρῶσιςwounding: fem gen sg (attic) -
17 τρώση
τιτρώσκωwound: aor subj mid 2nd sgτιτρώσκωwound: aor subj act 3rd sgτιτρώσκωwound: fut ind mid 2nd sgτρώσηι, τρῶσιςwounding: fem dat sg (epic) -
18 τρώσῃ
τιτρώσκωwound: aor subj mid 2nd sgτιτρώσκωwound: aor subj act 3rd sgτιτρώσκωwound: fut ind mid 2nd sgτρώσηι, τρῶσιςwounding: fem dat sg (epic) -
19 τρώσηι
τρώσῃ, τιτρώσκωwound: aor subj mid 2nd sgτρώσῃ, τιτρώσκωwound: aor subj act 3rd sgτρώσῃ, τιτρώσκωwound: fut ind mid 2nd sgτρῶσιςwounding: fem dat sg (epic) -
20 ἔκτρωσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτρωσις
См. также в других словарях:
τρῶσις — wounding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώσις — τρώσῑς , τρῶσις wounding fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώσεσι — τρῶσις wounding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώσεσιν — τρῶσις wounding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώσιος — τρῶσις wounding fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώσει — τιτρώσκω wound aor subj act 3rd sg (epic) τιτρώσκω wound fut ind mid 2nd sg τιτρώσκω wound fut ind act 3rd sg τρῶσις wounding fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρώσεϊ , τρῶσις wounding fem dat sg (epic) τρῶσις wounding fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον … Dictionary of Greek
τρώσεις — τιτρώσκω wound aor subj act 2nd sg (epic) τιτρώσκω wound fut ind act 2nd sg τρῶσις wounding fem nom/voc pl (attic epic) τρῶσις wounding fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
язва — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. τραῦμα) щель, расселина; (πληγή) рана; поражение,… … Словарь церковнославянского языка
επέντρωσις — ἐπέντρωσις, η (Α) ό,τι ερεθίζει ευχάριστα τις αισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εν + τρώσις (< τιτρώσκω «τραυματίζω, πληγώνω»)] … Dictionary of Greek
εχέτρωσις — ἐχέτρωσις, ἡ (Α) το φυτό βρυωνία η κρητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + τρωσις (πιθ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω) … Dictionary of Greek