-
1 εκπαγλος
21) страшный, ужасный, грозный(πολεμιστής, χειμών, ἔπεα Hom.; sc. γένους χαλκείου ἄνθρωποι Hes.; τέρας Aesch.; ἄχθη Soph.; ὅπλα Xen.)
2) поразительный, изумительный(ἐν πόνοις Pind.)
1 εκπαγλος
(πολεμιστής, χειμών, ἔπεα Hom.; sc. γένους χαλκείου ἄνθρωποι Hes.; τέρας Aesch.; ἄχθη Soph.; ὅπλα Xen.)
(ἐν πόνοις Pind.)