-
21 αὐτό-κριτος
αὐτό-κριτος, selbst gerichtet, Artemid. 4, 72.
-
22 αὐτο-κατά-κριτος
αὐτο-κατά-κριτος, durch sich selbst verurtheilt, N. T.
-
23 ἀπό-κριτος
ἀπό-κριτος, abgesondert, ausgewählt, Opp. H. 3, 266.
-
24 ἀ-σύγ-κριτος
ἀ-σύγ-κριτος, 1) unvergleichbar, Plut. Marcell. 17; Dion. 47; Ep. ad. 4 (V, 65). – 2) ungesellig, Plut. u. Sp.
-
25 ἀν-υπό-κριτος
ἀν-υπό-κριτος, unverstellt; ohne Heuchelei, N. T. – Adv., Anton. 8, 5.
-
26 ἀ-κατά-κριτος
ἀ-κατά-κριτος, nicht gerichtet, N. T.
-
27 ἀν-από-κριτος
ἀν-από-κριτος, unbeantwortet, ohne Antwort, Pol. ἀποστέλλειν τινά 4, 34; ἀπελϑεῖν 23, 10; – ohne Antwort zu geben, οἰμωγή 8, 23; – ἀναποκρίτως εἰπών Antiph. 3, 172.
-
28 ἀν-επί-κριτος
ἀν-επί-κριτος, nicht urtheilend, nicht zu beurtheilen.
-
29 ἀ-διά-κριτος
ἀ-διά-κριτος, nicht unter- od. entschieden, λόγος Luc. lup. Trag. 25; φωνή, undeutlich, Pol. 15, 12, 9.
-
30 ἀν-έκ-κριτος
ἀν-έκ-κριτος γαστήρ, verstopft, Sp. D.
-
31 ἐν-υπό-κριτος
ἐν-υπό-κριτος ὑποστιγμή, Komma am Ende dez Vordersatzes, Schol. Dion. Ihr. p. 758, 16.
-
32 ἔγ-κριτος
ἔγ-κριτος, für mustergültig befunden, Plat. Legg. XII, 966 d.
-
33 ἔκ-κριτος
ἔκ-κριτος, ausgesondert, ausgewählt; δικασταί Plat. Legg. XI, 926 d; auserlesen, vorzüglich, ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως Aesch. Spt. 57; δώρημα Soph. Ai. 1281; Τροία πόλεων ἔκκριτον μισουμένη, vor anderen Städten gehaßt, Eur. Tr. 1241. – Adv., Sp.
-
34 ἰσο-σύγ-κριτος
ἰσο-σύγ-κριτος, Erkl. von ἀμφήριστος, Schol. Opp. Hal. 1, 90.
-
35 ἰδιό-κριτος
ἰδιό-κριτος, nach eigenem Urtheil verfahrend, Hesych., l. d.
-
36 ἰδιο-σύγ-κριτος
ἰδιο-σύγ-κριτος, eigenthümlich zusammengesetzt, Hermes bei Stob. Ecl. phys. 1 p. 938.
-
37 ἀδιάκριτος
ἀ-διά-κριτος, nicht unter- oder entschieden: ununterscheidbar; undeutlich; unentschieden, Jacob. 3, 17 -
38 ἀκατάκριτος
-
39 ἀναπόκριτος
ἀν-από-κριτος, unbeantwortet, ohne Antwort; ohne Antwort zu geben -
40 ἀνέκκριτος γαστήρ
См. также в других словарях:
κριτός — κριτός, ή, όν (Α) [κρίνω] εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
κριτός — separated masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτόν — κριτός separated masc acc sg κριτός separated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτοί — κριτός separated masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτούς — κριτός separated masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτῆς — κριτός separated fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιόκριτος — ἰδιόκριτος, ον (Α) ιδιόρρυθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά κριτος, ά κριτος] … Dictionary of Greek
θεόκριτος — (Συρακούσες 305; π.Χ. – Κως 260;). Ποιητής. Έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στην Κω και αργότερα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου γνωρίστηκε με τους σημαντικότερους ανθρώπους των γραμμάτων της εποχής του. Εκτός από ένα αλληγορικό ποίημά του και 24… … Dictionary of Greek
κριτά — κριτά̱ , κριτής judge masc nom/voc/acc dual κριτής judge masc voc sg κριτής judge masc nom sg (epic) κριτός separated neut nom/voc/acc pl κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc/acc dual κριτά̱ , κριτός separated fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληρόκριτος — Ληρόκριτος, ὁ (Α) λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό κριτος] … Dictionary of Greek
ευαπόκριτος — εὐαπόκριτος, ον (Α) αυτός στον οποίο εύκολα μπορεί να αποκριθεί κάποιος. επίρρ... εὐαποκρίτως φρ. «εὐαποκρίτως ἔχειν πρός τινας» έχω εύκολη την απάντηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + από κριτος (< απο κρίνομαι), πρβλ. δυσ απόκριτος, αν από κριτος] … Dictionary of Greek