-
81 ἀπόδοτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόδοτος
-
82 ἔκδοτος
ἔκ-δοτος, ον,A given up, delivered, esp. betrayed, , cf. Isoc.4.122 ;τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις Aeschin.3.142
;ἱκέτην ἔ. διδόναι D.23.85
, etc. ;τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι Lycurg.85
;οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.Fr.49
;λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον J.AJ6.13.9
;ἔκδοτος ἄγεσθαι Hdt.6.85
; γίγνεσθαι ibid., E. Ion 1251 ;ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων Act.Ap.2.23
: metaph., παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι to give herself entirely up to him, Luc.DDeor.20.13 ;ἔ. σεαυτὴν τῷ ποταμῷ ἐᾶσαι Porph. Marc.5
;[χώρα] ἔ. τῷ κακῷ Id.Chr.49
;πρὸς ὕβριν ἔ. Iamb.Protr. 2
.II given in marriage, PMasp.5.10 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκδοτος
-
83 ἡμερόδοτος
ἡμερό-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμερόδοτος
-
84 ἄδοτος
ἄ-δοτος, ungeschenkt, unbegabt -
85 ἀμετάδοτος
-
86 ἀνανταπόδοτος
ἀν-αντ-από-δοτος, ohne Nachsatz, ein unvollendeter Satz -
87 ἀναπόδοτος
ἀν-από-δοτος, nicht wieder zu erstatten, ohne Entgelt -
88 ἀνέκδοτος
ἀν-έκ-δοτος, (1) von einem Mädchen, nicht verheiratet. (2) nicht herausgegeben, nicht bekannt gemacht -
89 ἀνένδοτος
ἀν-έν-δοτος, nicht nachgebend, streng; Adv., unablässig, eifrig -
90 ἀνεπίδοτος
-
91 ἀντίδοτος
ἀντί-δοτος, dagegen gegeben, bes. φάρμακον, Gegenmittel, Arznei gegen etwas -
92 Διόςδοτος
-
93 δυςανάδοτος
-
94 δυςαπόδοτος
δυς-από-δοτος, schwer widerzugeben, zu erwidern -
95 δηςέκδοτος
δης-έκ-δοτος, schwer zu vermieten, schwer zu verheiraten -
96 δυςένδοτος
-
97 δυςμετάδοτος
-
98 εἰρηνόδωρος
εἰρηνό-δωρος, u. εἰρηνό-δοτος, ὁ, den Frieden schenkend -
99 ἔκδοτος
ἔκ-δοτος, adj. verb. zu ἐκδίδωμι, verraten, ἔκδοτον ποιεῖν τινα ἐς τοὺς Πέρσας, an die Perser; ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, sich hingeben -
100 εὖανάδοτος
εὖ-ανά-δοτος, was sich leicht verteilt; leicht zu verdauen
См. также в других словарях:
δοτός — granted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτός — ή, ό (AM δοτός, ή, όν) [δίδωμι] αυτός που έχει δοθεί ή μπορεί να δοθεί νεοελλ. φρ. «δοτός πρωθυπουργός», «δοτός πρόεδρος», «δοτή διοίκηση» κ.λπ. πρωθυπουργός, πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο κ.λπ. τού οποίου η ανάδειξη έχει μεθοδευθεί άνωθεν… … Dictionary of Greek
δοτά — δοτός granted neut nom/voc/acc pl δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc/acc dual δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτόν — δοτός granted masc acc sg δοτός granted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτοί — δοτός granted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῇ — δοτός granted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτή — δοτός granted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτήν — δοτός granted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
ημερόδοτος — ἡμερόδοτος, ον (Μ) αυτός που παρέχεται για μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δοτος (< δίδω μι), πρβλ. έκ δοτος, ετοιμο παρά δοτος] … Dictionary of Greek
θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… … Dictionary of Greek