-
61 εὐαπόδοτος
εὐαπό-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαπόδοτος
-
62 εὐένδοτος
εὐέν-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐένδοτος
-
63 εὐεπίδοτος
εὐεπί-δοτος, ον,A = εὐένδοτος, Antyll. ap. Orib.45.15.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπίδοτος
-
64 εὐμετάδοτος
εὐμετά-δοτος, ον,A readily imparting, generous, 1 Ep.Ti.6.18, Vett. Val.46.24,al., Herm.in Phdr.p.94 A.; τὸ εὐ. generosity, M.Ant.1.14.II [voice] Pass., easily imparted, μυστήρια Sch.Ar.Pl. 1014; of leprosy, contagious, Paul.Aeg.4.1. Adv. - τως Hsch. s.v. εὐσυναλλάκτως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμετάδοτος
-
65 θεόδοτος
θεό-δοτος, ον,II θεόδοτον, τό, remedy for coughs, Alex.Trall.5.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόδοτος
-
66 θεόσδοτος
A given by the gods, Hes.Op. 320;δύναμις Pi.P.5.13
;εὐδαιμονία Arist.EN 1099b12
;ἀρετή Max.Tyr.38.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόσδοτος
-
67 παραδοτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδοτός
-
68 πρόδοτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόδοτος
-
69 συνέκδοτος
συνέκ-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέκδοτος
-
70 φιλένδοτος
φῐλέν-δοτος, ον, expld. asA = ἐλεήμων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλένδοτος
-
71 φιλόδοτος
φῐλό-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόδοτος
-
72 χειρόδοτος
χειρό-δοτος, ον,IIχ. παράφερνα
movable goods,Arch.Pap.
4.130 ii 30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρόδοτος
-
73 ἀμετάδοτος
ἀμετά-δοτος, ον,A not imparting, sharing, τινός Sch.E.Hipp. 145: abs., niggardly, βίος Nic.Dam.p.144b28D.; of persons, opp. κοινωνητικοί, Epict.Sent.6. Adv. -ως, ζῆν live without giving to any one, Plu.2.525d.II [voice] Pass., not imparted, secret,ὑφήγησις Vett.Val.331.6
, cf.PMag.Par.1.256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάδοτος
-
74 ἀνάδοτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάδοτος
-
75 ἀνανταπόδοτος
ἀνανταπό-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνανταπόδοτος
-
76 ἀνέκδοτος
A not given in marriage, unaffianced, of a girl, Lys.13.45, D.45.74, Is.6.14;ἀ. ἔνδον καταληράσκειν Hyp.Lyc.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνέκδοτος
-
77 ἀνένδοτος
ἀνέν-δοτος, ον,A unyielding, rigid,τόνος κλίνης Antyll.
ap. Orib.9.14.5; not giving way, Ph.1.154, al.: metaph., προθυμία Hierocl.p.57.3A., Orib.Fr.55; πάθος Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.89. Adv.-τως, διαθλεῖν Ph.2.66
, cf. Eustr. in EN 297.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνένδοτος
-
78 ἀνεπίδοτος
ἀνεπί-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπίδοτος
-
79 ἀντίδοτος
II given as a remedy for, κακῶν φάρμακον ἀ. ib.10.118.2 as Subst., ἀντίδοτος (sc. δόσις), ἡ, an antidote, remedy, AP12.13 (Strat.), Gal.14.1, etc.: in other places the gender is uncertain, Plu.2.42d, 54e, etc.:—hence [var] Dim. [full] ἀντιδότιον, τό, Archig. ap. Philum.Ven.14.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίδοτος
-
80 ἀξιόδοτος
ἀξιό-δοτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιόδοτος
См. также в других словарях:
δοτός — granted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτός — ή, ό (AM δοτός, ή, όν) [δίδωμι] αυτός που έχει δοθεί ή μπορεί να δοθεί νεοελλ. φρ. «δοτός πρωθυπουργός», «δοτός πρόεδρος», «δοτή διοίκηση» κ.λπ. πρωθυπουργός, πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο κ.λπ. τού οποίου η ανάδειξη έχει μεθοδευθεί άνωθεν… … Dictionary of Greek
δοτά — δοτός granted neut nom/voc/acc pl δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc/acc dual δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτόν — δοτός granted masc acc sg δοτός granted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτοί — δοτός granted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτῇ — δοτός granted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτή — δοτός granted fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοτήν — δοτός granted fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] … Dictionary of Greek
ημερόδοτος — ἡμερόδοτος, ον (Μ) αυτός που παρέχεται για μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δοτος (< δίδω μι), πρβλ. έκ δοτος, ετοιμο παρά δοτος] … Dictionary of Greek
θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… … Dictionary of Greek