Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔκτῐσα

См. также в других словарях:

  • ἔκτισα — ἔκτῑσα , ἐκτίνω pay off aor ind act 1st sg (homeric ionic) κτίζω people aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζω — και χτίζω έκτισα και έχτισα, κτίστηκα και χτίστηκα, κτισμένος και χτισμένος 1. οικοδομώ. 2. φράζω με τοίχο. 3. ιδρύω πόλη. 4. δημιουργώ από το μηδέν: Ο Θεός έκτισε τον κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἔκτισ' — ἔκτισι , ἔκτεισις payment in full fem voc sg ἔκτῑσαι , ἐκτίνω pay off aor imperat mid 2nd sg ἔκτῑσα , ἐκτίνω pay off aor ind act 1st sg (homeric ionic) ἔκτῑσε , ἐκτίνω pay off aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἔκτισα , κτίζω people aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»