-
1 έκτοσθε
-
2 ἔκτοσθε
-
3 ἔκτοσθε
A = ἔκτοθεν, outside, c. gen., τείχεος ἐ. 9.552; αὐλῆς, δόμων, Od.7.112,23.148; θεῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων out of the number of the gods, Hes.Th. 813;ἔ. παλαίστρας Theoc.2.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτοσθε
-
4 ἔκτοσθε(ν)
ἔκτοσθε(ν): outside, Il. 7.341; w. gen., outside of.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔκτοσθε(ν)
-
5 έκτοσθεν
-
6 ἔκτοσθεν
-
7 ἐξερύω
ἐξερύω, [dialect] Ion. [full] ἐξειρύω, [tense] aor.1 ἐξείρῠσα, [dialect] Ep. ἐξέρῠσα and ἐξείρυσσα; also ἐξερύσασκον (v. infr.):—A draw out of,βέλος.. ἐξέρυσ' ὤμου Il.5.112
;ἰχθύας, οὕς θ' ἁλιῆες.. πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν Od.22.386
, cf. Hdt.1.141; ; snatch out of,ἐξείρυσε χειρὸς τόξον 23.870
; but τὸν.. λαβὼν ποδὸς ἐξερύσασκε by the foot, 10.490; draw out,τοὺς δ' ἐξείρυσσαν Ἀχαιοί 13.194
; tear out,μήδεά τ' ἐξερύσας Od.18.87
;τὴν γλῶσσαν ἐξειρύσας Hdt.2.38
. (Pres. supplied by ἐξέλκω.)
См. также в других словарях:
έκτοσθε — ἔκτοσθε και ἔκτοσθεν (Α) επίρρ. 1. από τα έξω, έξω από κάτι 2. (απολ.) απέξω 3. «ἔκτοσθεν γενέσθαι» παραληρώ (Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
ἔκτοσθε — outside indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτοσθεν — ἔκτοσθε outside indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυωπός — όν, Α αυτός που έχει πολλές οπές, πολυωπής (Ι)* («ἰχθύας... ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ωπός (< ὀπή «τρύπα»), πρβλ. στεν ωπός. Το ω τού β συνθετικού οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… … Dictionary of Greek