-
1 ἐκτομάζω
A castrate, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτομάζω
-
2 ἐκτομάς
II = περικεφαλαία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτομάς
-
3 ἐκτομεύς
A one that cuts out, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτομεύς
-
4 ἐκτομή
A cutting out, excision, Plu.Alc.16 (pl.): metaph., ἡδονῶν, λόγου, Ph.1.450, 170; cutting off,καρπῶν Porph.
ap.Eus.PE3.11. -
5 ἐκτομίας
A one that is castrated, eunuch, παῖδες ἐ. Hdt.3.92;ἐκτομίαν ποιεῖν τινα Id.6.9
; βόες ἐ. Arist. Pr. 897b27;κάπρος Antiph.133.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτομίας
-
6 ἐκτομιαῖος
Aσῦς PMag.Par.1.3118
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτομιαῖος
-
7 ἐκτομίζω
A = ἐκτέμνω, ἐκδομίζοντος (sic)αὐτοῦ τὴν ὅλην ἀλήθειαν PMag.Par.1.2452
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτομίζω
-
8 ἐκτομίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτομίς
-
9 ἔκτομον
ἔκτομ-ον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτομον
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский