-
1 ἔκτολμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκτολμος
-
2 εκτόλμως
-
3 ἐκτόλμως
-
4 εκτόλμων
-
5 ἐκτόλμων
См. также в других словарях:
έκτολμος — ἔκτολμος, ον (Μ) 1. θρασύς, παράτολμος 2. επίρρ. ἐκτόλμως με πολλή τόλμη ή θρασύτητα, παράτολμα … Dictionary of Greek
ἐκτόλμως — ἔκτολμος audacious adverbial ἔκτολμος audacious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτόλμων — ἔκτολμος audacious masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)