-
1 ἔκσκευος
ἔκ-σκευος, ungerüstet, unverlarvt -
2 ἔν-σκευος
-
3 ἔνσκευος
См. также в других словарях:
έκσκευος — ἔκσκευος, ον (Α) θεατρ. 1. αυτός που δεν έχει σκευή, δηλ. θεατρική ενδυμασία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκσκευα «τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπί σκηνῆς» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ἔκσκευος — without equipment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκσκευα — ἔκσκευος without equipment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)