-
1 έκσκευος
-
2 ἔκσκευος
-
3 ἔκσκευος
ἔκσκευος, ον,A without equipment, without mask, Sch.Ar.Av.95.II ἔ. πρόσωπα special masks, Poll.4.141 ; but ἔκσκευα· τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπὶ σκηνῆς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔκσκευος
-
4 έκσκευα
-
5 ἔκσκευα
-
6 ἔνσκευος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνσκευος
См. также в других словарях:
έκσκευος — ἔκσκευος, ον (Α) θεατρ. 1. αυτός που δεν έχει σκευή, δηλ. θεατρική ενδυμασία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔκσκευα «τὰ παρεπόμενα πρόσωπα ἐπί σκηνῆς» (Ησύχ.) … Dictionary of Greek
ἔκσκευος — without equipment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκσκευα — ἔκσκευος without equipment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)