Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔκρουσα

См. также в других словарях:

  • ἔκρουσα — κρούω strike aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούω — έκρουσα, κρούστηκα, κρουσμένος 1. χτυπώ, βαρώ: Κρούει την πόρτα. 2. παίζω όργανο: Κρούει την κιθάρα του. 3. φρ., «Kρούω τον κώδωνα του κινδύνου» σημαίνει ότι προαναγγέλλω δημόσια τον κίνδυνο που επέρχεται. 4. το μέσ., κρούομαι σημαίνει ότι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἄκρουσα — ἔκρουσα , κρούω strike aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρούζω — 1. δαγκώνω κάποιον («τόν έκρουξε ένα φίδι») 2. (για πυρετό) εξασθενίζω, εξαντλώ 3. προκαλώ σύγχυση στο μυαλό κάποιου, τρελαίνω κάποιον 4. μέσ. κρούζομαι είμαι τρελός, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρούω, από τον αόρ. ἔκρουσα, κατά …   Dictionary of Greek

  • κρούω — κρούω, έκρουσα βλ. πίν. 40 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»