-
1 έκρουσα
-
2 ἔκρουσα
-
3 κάκρουσα
-
4 κἄκρουσα
-
5 κρούω
Aἔκρουσα X.An.4.5.18
, Hyp.Fr. 201: [tense] pf.κέκρουκα Diogenian.3.38
, (ἐκ-) Pl.Phdr. 228e, ( προς-) D.21.206:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκρουσάμην Th.7.40
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐκρούσθην Eratosth. Cat.32
: [tense] pf. κέκρουμαι ( ἀπο-) X.HG7.4.26, or - ουσμαι ( ἀπο-) Ar.Ach. 459:—strike, smite,ῥυτῆρι κ. γλουτόν S.Fr. 501
; κρούσας δὲ πλευρὰ [τῶν ἵππων] E.Fr.779.6;τὸν λυχνοῦχον Lys.Fr.83
;τοῖς ποσὶ τὴν γῆν Arr.An.7.1.5
; also εἰς τὴν χεῖρα τοῖς δακτύλοις κ. with the fingers, D.C.40.16: metaph., κνῖσα κ. ῥινὸς ὑπεροχάς tickles, Ephipp. 3.3.2 strike one against another, strike together, κ. χεῖρας clap the hands, E.Supp. 720;τὰ ὅπλα κρουόμενα πρὸς ἄλληλα Th.3.22
; l.c.: metaph., ἀλλήλων τοὺς λόγους τοῖς λόγοις ἐκρούομεν ἄν would have knocked their heads together, Pl.Tht. 154e.3 κ. πόδα (i.e. κ. τὴν γῆν τῷ ποδί), in dancing, E.El. l.c. (lyr.);ἴχνος ἐν γᾷ κ. Id.IA 1043
(lyr.).4 metaph. from tapping an earthen vessel, to try whether it rings sound (cf.κροῦσις 2
): examine, try, prove,κρούετε ἀπολαμβάνοντες τὸ καλόν Pl.Hp.Ma. 301b
; κἂν διαπειρώμενος κρούσῃς [τὸν κόλακα] Plu.2.64d.5 strike a stringed instrument with a plectron, Simon.183, Pl.Ly. 209b: generally, play any instrument (v. κροῦμα, κρουματικός), αὐλεῖ.. κρούων ἰαστί Com.Adesp.415
: c. dat., κ. κρεμβάλοις, = κρεμβαλίζειν, Ath.14.636d.6 κ. τὴν θύραν knock at the door on the outside, Ar.Ec. 317, 990 (with play on signf. 8), X.Smp.1.11, Pl.Prt. 310b, 314d, etc.; κόπτειν is better [dialect] Att.acc.to Phryn.154; laterκ. ἐπὶ τὴν θύραν LXX Jd.19.22
.7 κ. σταθμὸν ἑτερόζυγον, = κρουσιμετρέω, Ps.-Phoc.15; ;κρούων γε μὴν αὐτὰς ἐωνούμην Eup.184
.9 [voice] Med., κρούεσθαι πρύμναν back water, Th.1.51, 54, 3.78;αἱ πρύμναν κρουόμεναι νῆες Arr.An.5.17.7
(also in [voice] Act., Plb.16.3.8);κ. ἐπὶ π. τὴν ναῦν App.BC5.119
: hence κρούεσθαι τὸ πτερόν fly backwards, Ael.NA3.13:—also in [voice] Act., Plot.2.9.18.10 κρούειν ἀκράτῳ, v. πατάσσω 11.2. (Cf. Lith. krùšti 'bruise', 'pound', Lett. krausēt 'thresh'.) -
6 κρούω
κρούω 1 aor. ἔκρουσα (since Soph. and X., De Re Equ. 11, 4; PGM 5, 75; 92 al.; LXX; TestSol; TestJob 6:4; TestJud 3:1 [αὐτόν]; Philo, Mut. Nom. 139; Jos., Ant. 7, 306) to deliver a blow against someth., strike, knock, in our lit. only of knocking at a door; abs. (on the contrast κρ. … ἀνοίγω cp. SSol 5:2 κρούει ἐπὶ τὴν θύραν Ἄνοιξόν μοι and UPZ 79, 7 [159 B.C.] κρούει θύραν κ. ἀνοίγεται; Eunap., Vi. Soph. p. 94, where it is said fig. of a sophist: ἔκρουε μὲν τὴν θύραν ἱκανῶς, ἠνοίγετο δὲ οὐ πολλάκις) Mt 7:7f; Lk 11:9f; 12:36; Ac 12:16; Rv 3:20. W. acc. τὴν θύραν knock at the door (Aristoph., Eccles. 317; 990; X., Symp. 1, 11; Pla., Prot. 310a; 314d, Symp. 212c; PGM 4, 1854; TestJob 6:4. Further exx. fr. later Gk. in Field, Notes 120. The Atticists reject this expr. in favor of κόπτειν τ. θύραν [Phryn. p. 177 Lob.]. κρ. τὴν θύραν Judg 19:22 A) Lk 13:25; Ac 12:13. ἔκρουσεν πρὸς τὴν θύραν GJs 12:2 (ἔ. τὴν θύραν v.l.; cp. w. ἐπί Judg 19:22 B; SSol 5:2).—B. 553. DELG. M-M. TW.
См. также в других словарях:
ἔκρουσα — κρούω strike aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούω — έκρουσα, κρούστηκα, κρουσμένος 1. χτυπώ, βαρώ: Κρούει την πόρτα. 2. παίζω όργανο: Κρούει την κιθάρα του. 3. φρ., «Kρούω τον κώδωνα του κινδύνου» σημαίνει ότι προαναγγέλλω δημόσια τον κίνδυνο που επέρχεται. 4. το μέσ., κρούομαι σημαίνει ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἄκρουσα — ἔκρουσα , κρούω strike aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούζω — 1. δαγκώνω κάποιον («τόν έκρουξε ένα φίδι») 2. (για πυρετό) εξασθενίζω, εξαντλώ 3. προκαλώ σύγχυση στο μυαλό κάποιου, τρελαίνω κάποιον 4. μέσ. κρούζομαι είμαι τρελός, ανισόρροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. κρούω, από τον αόρ. ἔκρουσα, κατά … Dictionary of Greek
κρούω — κρούω, έκρουσα βλ. πίν. 40 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής