-
1 έκπνευσιν
-
2 ἔκπνευσιν
См. также в других словарях:
ἔκπνευσιν — ἔκπνευσις exhalation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έκπνευσιν
2 ἔκπνευσιν
ἔκπνευσιν — ἔκπνευσις exhalation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)