-
1 έκκρουστον
-
2 ἔκκρουστον
См. также в других словарях:
ἔκκρουστον — ἔκκρουστος beaten out masc/fem acc sg ἔκκρουστος beaten out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έκκρουστον
2 ἔκκρουστον
ἔκκρουστον — ἔκκρουστος beaten out masc/fem acc sg ἔκκρουστος beaten out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)