-
1 έκκαιρον
-
2 ἔκκαιρον
См. также в других словарях:
ἔκκαιρον — ἔκκαιρος out of date masc/fem acc sg ἔκκαιρος out of date neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 έκκαιρον
2 ἔκκαιρον
ἔκκαιρον — ἔκκαιρος out of date masc/fem acc sg ἔκκαιρος out of date neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)