Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἔκβολον

См. также в других словарях:

  • ἔκβολον — ἔκβολος thrown out masc/fem acc sg ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»