-
1 γάϊος
-
2 γάϊος
γάϊος, im Lande befindlich; unterirdisch -
3 πρός-γαιος
πρός-γαιος, = Folgdm, Strab.
-
4 φιλό-γαιος
φιλό-γαιος, die Erde liebend, ὕνις Philp. 14 (VI, 104).
-
5 χρῡσό-γαιος
-
6 κατά-γαιος
κατά-γαιος, = κατάγειος, LXX.
-
7 κατώ-γαιος
κατώ-γαιος, = κατάγαιος, Alex. Trall.
-
8 εὔ-γαιος
-
9 κῑνησί-γαιος
κῑνησί-γαιος, Erkl. von ἐνοσίγαιος; Schol. Il. 14, 135; Hesych.
-
10 μεσό-γαιος
μεσό-γαιος, mittelländisch, mitten im Lande gelegen, Sp.; μεσογαιότερος, Strab. XIII, 606.
-
11 μελάγ-γαιος
μελάγ-γαιος, = Folgdm, χώρη, Her. 2, 12. 4, 198.
-
12 βου-γάϊος
βου-γάϊος, der sich übermäßig freuet ( γαίω), Großprahler, Hom. zweimal, Vocativ, als Scheltwort, an derselben Stelle des Verses, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; Odyss. 18, 79 νῠν μὲν μήτ' εἴης, βουγάιε, μήτε γένοιο, εἰ δὴ τοῠτόν γε τρομέεις καὶ δείδιας αἰνῶς, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον, ἥ μιν ἱκάνει. Scholl. Didym. Iliad. 13, 824 Ζηνόδοτος βουγήιε διὰ τοῠ η· ὁ δὲ Ἀρίσταρχος διὰ τοῦ α, τάχα ἐπεὶ γαίων ὡς ἐπὶ τὰ πλεῖστον ὁ ποιητὴς λέγει. Vgl. Apollon. Lex. Homer. p. 52, 11.
-
13 λυπρό-γαιος
λυπρό-γαιος, att. λυπρό-γεως, ων, mit kümmerlichem, schlechtem Boden, Lande, Sp., auch τὸ λυπρόγειον, derschlechte Boden, Philo.
-
14 λεπτό-γαιος
λεπτό-γαιος, = λεπτόγειος, Theophr.
-
15 λευκό-γαιος
λευκό-γαιος, von, mit weißer Erde, Strab. IX, 439 u. Sp.
-
16 ἀπό-γαιος
-
17 ἐπί-γαιος
-
18 ἐννοσί-γαιος
-
19 ἐνοσί-γαιος
ἐνοσί-γαιος, = ἐννοσίγαιος, Luc. Iup. Trag. 9.
-
20 ὑπό-γαιος
См. также в других словарях:
Γάιος — Γάϊος , Γαῗος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάιος — γάϊος , γάιος onland masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής: 1. Γ. Γράκχος. Βλ. λ. Γράκχοι. 2. Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός Γ. Βλ. λ. Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός. 3. Κορνήλιος Γάλλος Γ. (69 π.Χ. – 26 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Διετέλεσε κυβερνήτης… … Dictionary of Greek
Μάριος, Γάιος — (Gaius Marius, Άρπινο 158 π.Χ. – Ρώμη 86 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός. Μολονότι υπήρξε homo novus (άνδρας χωρίς ευγενική καταγωγή), κατάφερε με την υποστήριξη των Μετέλλων να συμμετάσχει στην πολιτική ζωή διατρέχοντας ολόκληρο το cursus … Dictionary of Greek
Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό … Dictionary of Greek
Σαλλούστιος Κρίσπος, Γάιος — (Sallustius Crispus). Λατίνος ιστορικός (Αμιτέρνον, Σαβίνη 86 π.Χ. Ρώμη 35 π.Χ.). Το 50 αποπέμφθηκε από τη Σύγκλητο λόγω ανηθικότητας, αλλά, αφού αποκαταστάθηκε από τον Καίσαρα, έγινε ταμίας και αργότερα πραίτορας και διοικητής της Αφρικής, όπου… … Dictionary of Greek
Τρεμπονιανός Γάλλος, Γάιος Βίμπιος — (Trebonianus Gallus, ; – 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κυβερνήτης της Κάτω Μοισίας, το 250 δέχτηκε την επίθεση των Γότθων και σώθηκε από τον αυτοκράτορα Δέκιο, που βρήκε τον θάνατο από προδοσία εκείνου στη μάχη της Αβρίττου (251). Ανακηρύχθηκε … Dictionary of Greek
Ακουίλιος, Γάιος Γάλλος — (Caius Gallus Aquilius, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος νομομαθής, μαθητής του Μούκιου Σκαιόλα, που τον θαύμαζε ο Κικέρωνας για τη ρητορική του δεινότητα. Έγινε γνωστός με την actio de dolo (αγωγή για δόλο) και την stipulatio aquilliana (ακουιλιανή… … Dictionary of Greek
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
Βελλήιος Πάτερκλος, Γάιος — (Gaius Velleius Paterculus, 1ος αι. μ.Χ.). Λατίνος ιστορικός, συγγραφέας μιας επίτομης παγκόσμιας ιστορίας σε δύο τόμους. Το κριτήριό του για τη σύγχρονή του ιστορία είναι επηρεασμένο από τον θαυμασμό του για τον Τιβέριο (του οποίου υπήρξε… … Dictionary of Greek