-
1 κῑνησί-γαιος
κῑνησί-γαιος, Erkl. von ἐνοσίγαιος; Schol. Il. 14, 135; Hesych.
-
2 ἐννοσί-γαιος
-
3 ἐλασί-χθων
ἐλασί-χθων, heißt Poseidon, Pind. bei Eust., wie ἐνοσίγαιος.
См. также в других словарях:
εννοσίγαιος — ἐννοσίγαιος, ο (επικ. τ. αντὶ ἐνοσίγαιος) (Α) (ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που σείει τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έν(ν)οσις «κλονισμός» + γαιος < γαία] … Dictionary of Greek