Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔγχυμα

См. также в других словарях:

  • έγχυμα — το (AM ἔγχυμα) (για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανο αρχ. (για δοχείο) 1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο 2. είδος γλυκίσματος …   Dictionary of Greek

  • ἔγχυμα — ἔγχῡμα , ἔγχῡμος moistened neut nom/voc/acc pl ἔγχυμα instillation neut nom/voc/acc sg ἔγχυμος moistened neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχυμάτων — ἔγχυμα instillation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχύματα — ἔγχυμα instillation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχύματι — ἔγχυμα instillation neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχύματος — ἔγχυμα instillation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγχυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έγχυμα 2. αυτός που εμφανίζεται σε έγχυμα …   Dictionary of Greek

  • mesénquima — ► sustantivo masculino ANATOMÍA Tejido conjuntivo del embrión a partir del cual se forman los vasos sanguíneos y linfáticos, y los músculos. * * * mesénquima. (De meso y el gr. ἔγχυμα, infusión, inyección). m. Anat. Tejido conectivo embrionario,… …   Enciclopedia Universal

  • έγχυτος — ἔγχυτος, ον (Α) 1. ο χυμένος μέσα σε κάτι 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγχυτος γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον α) έγχυση β) έγχυμα …   Dictionary of Greek

  • εγχυματίζω — (AM ἐγχυματίζω) 1. χύνω μέσα, ενσταλάζω 2. ιατρ. παρασκευάζω έγχυμα με εμβολή οργανικής ουσίας σε θερμό νερό αρχ. 1. εγχέω 2. ιατρ. θεραπεύω με εγχύσεις …   Dictionary of Greek

  • εγχυματογενής — ές αυτός που προήλθε από έγχυμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»