Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔγκλιμα

См. также в других словарях:

  • έγκλιμα — ἔγκλιμα, το (Α) 1. κλίση, κατωφέρεια 2. (για μηχανή) λοξή στάση ή τοποθέτηση 3. (για στρατό) ήττα, υποχώρηση 4. επικλινής έκταση 5. γραμμ. εγκλιτική λέξη …   Dictionary of Greek

  • ἔγκλιμα — slope neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλιμάτων — ἔγκλιμα slope neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλίμασι — ἔγκλιμα slope neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλίμασιν — ἔγκλιμα slope neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλίματα — ἔγκλιμα slope neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλίματι — ἔγκλιμα slope neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλίματος — ἔγκλιμα slope neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»