-
1 εγκειμαι
1) (в или на чем-л.) лежать, находиться(ὀφθαλμὸς ἕεις ἐνέκειτο μετώπῳ, sc. τῶν Κυκλώπων Hes.; βέλος ἐγκείμενον, sc. τῷ σώματι Plut.)
ἔ. τοῖς εἵμασι Hom. — быть окутанным одеждами;τὸ «ε» ἔγκειται Plat. вставлена буква «ε»2) перен. находиться, быть погруженным или отягощенным(πολλαῖς ξυμφοραῖς Eur.; κακοπαθείαις Polyb.)
ἑκουσίοισιν ἔ. βλάβαις Soph. — самому навлечь на себя бедствия3) нажимать, напирать, теснить, тж. досаждать(τινι Thuc., Plut.; ὅ νότος τοῖς πρὸς μεσημβρίαν οἰκοῦσιν ἔγκειται Arst.)
ἔ. τῇ διώξει Plut. — преследовать неотступно (по пятам)4) настаивать, подчеркивать(τοῖς συμβεβηκόσιν Dem.)
5) быть влюбленным(τὴν ὅλος ἔγκειμαι Theocr.)
-
2 έγκειμαι
заключаться, содержаться, состоять;εδώ έγκειται η δυσκολία — вот в чём трудность
См. также в других словарях:
ἔγκειμαι — lie in pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έγκειμαι — (AM ἔγκειμαι) υπάρχω, βρίσκομαι («εδώ έγκειται η δυσκολία τού ζητήματος») αρχ. 1. περιβάλλομαι («ἔγκειμαι μόχθοις») 2. παρεμβάλλομαι 3. καταδιώκω επίμονα, πιέζω («ἐνέκειτο τῷ Περικλεῑ») 4. (για συζήτηση) διαφωνώ 5. είμαι ή γίνομαι ενοχλητικός 6.… … Dictionary of Greek
ἐγκειμένων — ἔγκειμαι lie in perf part mp fem gen pl ἔγκειμαι lie in perf part mp masc/neut gen pl ἔγκειμαι lie in pres part mp fem gen pl ἔγκειμαι lie in pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκείμενον — ἔγκειμαι lie in perf part mp masc acc sg ἔγκειμαι lie in perf part mp neut nom/voc/acc sg ἔγκειμαι lie in pres part mp masc acc sg ἔγκειμαι lie in pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνκειμένων — ἔγκειμαι lie in perf part mp fem gen pl ἔγκειμαι lie in perf part mp masc/neut gen pl ἔγκειμαι lie in pres part mp fem gen pl ἔγκειμαι lie in pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγκεισθε — ἔγκειμαι lie in pres imperat mp 2nd pl ἔγκειμαι lie in pres ind mp 2nd pl ἔγκειμαι lie in imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκειμέναις — ἔγκειμαι lie in perf part mp fem dat pl ἔγκειμαι lie in pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκειμένη — ἔγκειμαι lie in perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἔγκειμαι lie in pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκειμένην — ἔγκειμαι lie in perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) ἔγκειμαι lie in pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκειμένης — ἔγκειμαι lie in perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) ἔγκειμαι lie in pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκειμένοις — ἔγκειμαι lie in perf part mp masc/neut dat pl ἔγκειμαι lie in pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)