Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἔβηξα

См. также в других словарях:

  • βήχω — έβηξα 1. έχω βήχα: Άρπαξα κρυολόγημα και βήχω συνεχώς. 2. μιμούμαι το βήχα: Έβηξε διακριτικά για να κάνει αισθητή την παρουσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… …   Dictionary of Greek

  • βήχω — βήχω, έβηξα βλ. πίν. 31 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»