Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑωλοκρασία

См. также в других словарях:

  • εωλοκρασία — η (ΑΜ ἑωλοκρασία) νεοελλ. μίγμα, κράμα («οὔτε ἀρχαία, οὔτε νέα [γλώσσα], ἀλλ ἑωλοκρασία τις», Καλλιγ.) αρχ. 1. μίγμα ζωμών από τα δείπνα τής προηγούμενης νύχτας, που τό έχυναν πάνω στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό …   Dictionary of Greek

  • ἑωλοκρασία — ἑωλοκρᾱσίᾱ , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem nom/voc/acc dual ἑωλοκρᾱσίᾱ , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλοκρασίᾳ — ἑωλοκρᾱσίαι , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem nom/voc pl ἑωλοκρᾱσίᾱͅ , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλοκρασίας — ἑωλοκρᾱσίᾱς , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem acc pl ἑωλοκρᾱσίᾱς , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωλοκρασίαν — ἑωλοκρᾱσίᾱν , ἑωλοκρασία mixture of dregs fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»