-
1 εωθινη
ἥ1) (sc. ὥρα) утро Polyb.2) (sc. φυλακή; тж. ἥ ἑωθινέ φυλακή Plut.) утренняя стража (лат. quarta vigilia) -
2 εωθινή
-
3 ἑωθινῇ
-
4 εωθινή
-
5 ἑωθινή
-
6 εωθινή προσευχή
εωθινή προσευχή ηутреннее молитвенное правилоΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εωθινή προσευχή
См. также в других словарях:
Εωθινή — Τίτλος αθηναϊκής εφημερίδας. Εκδόθηκε το 1895 με διευθυντή τον Χαρίλαο Τρικούπη … Dictionary of Greek
ἑωθινῇ — ἑωθινός in the morning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑωθινή — ἑωθινός in the morning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… … Dictionary of Greek