Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑωθῐνή

См. также в других словарях:

  • Εωθινή — Τίτλος αθηναϊκής εφημερίδας. Εκδόθηκε το 1895 με διευθυντή τον Χαρίλαο Τρικούπη …   Dictionary of Greek

  • ἑωθινῇ — ἑωθινός in the morning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑωθινή — ἑωθινός in the morning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εωθινός — ή, ό (ΑΜ ἑωθινός, ὸν) [ἕωθεν] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εωθινό α) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμα β) εμβατήριο που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»