-
1 ἑψαλέος
ἑψαλέος, gekocht, Nic. Al. 565.
-
2 ἑψαλέος
-
3 ἑψαλέος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑψαλέος
-
4 εψαλέην
-
5 ἑψαλέην
-
6 ἕψω
Grammatical information: v.Meaning: `kook, seethe' (Ion.-Att.).Derivatives: ἕψημα `what is cooked, meal, soupe' (Ion.-Att.) with ἑψηματώδης (Dsc.), hell. ἕψεμα (LXX; cf. Schwyzer 523), ἕψησις `cooking' (Ion.-Att.); ἑψητήρ, - τήριον, - τής, - τικός (hell.); ἑφθός `cooked' (Ion.-Att.; with ἄπ-εφθος a. o.), ἐψητός `id.', also name of a fish (Ar., X.; cf. Strömberg Fischnamen 89), ἑψανός `cooked, to be cooked' (Hp.), ἑψαλέος `id.' (Nic.; after ὀπταλέος [Hom.] a. o.); also ἑψέϊνα n. pl. meaning unclear ( PLond. 3, 1177, 217; IIp). - From ἄπεφθος NGr. ἀπόχτι (through ἀπόφθι(ον)) `dried food' (Crete), `salted meat' (Cyprus), s. Hatzidakis Glotta 3, 72f.; from ἑψανός NGr. ψανός `what is roasted', ψάνη `wheat', s. Georgakas ByzZ 41, 380f.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Cannot be separated from Arm. ep`em `cook'. As Arm. p` can hardly represent (with Pedersen KZ 39, 428) IE ps, we should posit IE * seph-, which would have had an s-enlargement in Greek (Schwyzer 706). The `new' (familiar?) Greco-Armenian word ousted old πέσσειν (s. v.). Cf. Porzig Gliederung 156. An other expression for `cook' is ζέω, s. v. The word is prob. Pre-Greek (Fur. 327, who compares δέφω \/ δέψω.Page in Frisk: 1,604-605Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕψω
См. также в других словарях:
εψαλέος — ἑψαλέος, η, ον (Α) 1. βραστός, βρασμένος 2. κατάλληλος για βράσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἑψ τού ἕψω + κατάλ. αλεος* (πρβλ. διψ αλέος, θαρρ αλέος)] … Dictionary of Greek
ἑψαλέην — ἑψαλέος boiled fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… … Dictionary of Greek
έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… … Dictionary of Greek