-
1 εφθοπώλιον
-
2 ἑφθοπώλιον
-
3 ἑφθοπώλιον
ἑφθοπώλιον, τό,A place where dressed meat is sold, cook-shop, Posidipp. 21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑφθοπώλιον
-
4 ἑφθοπώλιον
ἑφθο-πώλιον, τό, ein Ort, wo Gekochtes verkauft wird, Garküche -
5 εφθοπωλίοις
-
6 ἑφθοπωλίοις
См. также в других словарях:
εφθοπώλιον — ἑφθοπώλιον και ἑφθοπωλεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου πουλούν μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά, το μαγειρείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω «ψήνω) + πώλιον (< πωλις < πωλώ)] … Dictionary of Greek
ἑφθοπώλιον — place where dressed meat is sold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑφθοπωλίοις — ἑφθοπώλιον place where dressed meat is sold neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)