-
1 εφθημιμερές
ἑφθημιμερήςcontaining seven halves: masc /fem voc sgἑφθημιμερήςcontaining seven halves: neut nom /voc /acc sg -
2 ἑφθημιμερές
ἑφθημιμερήςcontaining seven halves: masc /fem voc sgἑφθημιμερήςcontaining seven halves: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἑφθημιμερές — ἑφθημιμερής containing seven halves masc/fem voc sg ἑφθημιμερής containing seven halves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφθημιμερής — ές (ΑΜ ἑφθημιμερής, ές) 1. αυτός που περιέχει επτά ημίση (3 + 1/2) 2. (στη μετρική) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφθημιμερὲς (ενν. μέτρο) το μέτρο που περιέχει 3 1/2 πόδες, όπως είναι το αποτελούμενο από τους πρώτους 3 1/2 πόδες τού δακτυλικού εξαμέτρου,… … Dictionary of Greek